συκοφαντούμαι

συκοφαντούμαι
συκοφαντούμαι, συκοφαντήθηκα, συκοφαντημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συκοφαντοῦμαι — σῡκοφαντοῦμαι , συκοφαντέω to be a pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοσυκοφαντούμαι — ( έομαι) συκοφαντούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συκοφαντώ ( ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • προδιαβάλλω — Α 1. συκοφαντώ κάποιον εκ τών προτέρων («βουλόμενος προδιαβάλλειν τοὺς Ἀθηναίους», Θουκ.) 2. κατηγορώ κάποιον εκ τών προτέρων 3. παθ. προδιαβάλλομαι συκοφαντούμαι προηγουμένως («τοῑς προδιαβεβλημένοις καὶ ἀνθρώποις καὶ πράγμασιν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”